- κορυφούμαι
- (ε) достигать вершины, апогея, кульминации
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επικορυφούμαι — ἐπικορυφοῡμαι, όομαι (Α) [κορυφούμαι] υψώνομαι, φθάνω ώς την κορυφή («ἐπικορυφοῡται τῇ ὑπερηφανείᾳ», Γρηγ. Νύσσ.) … Dictionary of Greek
κορυφώνω — (ΑM κορυφῶ, όω) [κορυφή] 1. ανυψώνω κάτι ώστε να σχηματίσει κορυφή («κορυφοῡν τὴν περὶ τὰ πρέμνα γῆν προσήκει», Γεωπ.) 2. ανυψώνω κάποιον ή κάτι στον ανώτατο βαθμό, στο ύψιστο σημείο 3. (συν. το μέσ. και το παθ.) κορυφώνομαι, κορυφοῡμαι, όομαι… … Dictionary of Greek
υπερκορυφούμαι — όομαι, Μ υψώνομαι πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + κορυφοῦμαι «ανεβαίνω στο ανώτατο σημείο»] … Dictionary of Greek